- ορχιδίδες
- οιβοτ. βλ. ορχεΐδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θερμοκήπιο — Στεγασμένος και περιφραγμένος χώρος με προορισμό να προφυλάξει από το χειμερινό ψύχος τα καρποφόρα και καλλωπιστικά φυτά που δεν αντέχουν στην ύπαιθρο ή για να εξασφαλίσει τεχνητά για μερικά τροπικά είδη οικολογικές συνθήκες όμοιες με εκείνες που … Dictionary of Greek
ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… … Dictionary of Greek
κεφαλανθήρα — η βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας ορχιδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cephanthera < cephal (πρβλ. κεφαλή) + anthera (πρβλ. ανθηρά, ουδ. πληθ. τού ανθηρός)] … Dictionary of Greek
κοιλογύνη — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας ορχιδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coelogyne < coelo (πρβλ. κοῖλος) + gyne (πρβλ. γυνή)] … Dictionary of Greek
κοιλόγλωσσο — το βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκοτυλων φυτών τής οικογένειας ορχιδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coeloglossum < coelo (πρβλ. κοῖλος) + gloss, πρβλ. γλῶσσα) + λατ. κατάλ. um, που αποδίδεται με την ον] … Dictionary of Greek
κοραλλιόριζα — και κοραλλόριζα, η βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων φυτών, που είναι σαπρόφυτα με υποκίτρινο βλαστό, απαντούν στα δάση πάνω στις ρίζες τής οξιάς ή σε ξερά φύλλα και ανήκουν στην οικογένεια ορχιδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
λαιλία — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες και που όλα τα είδη του είναι επίφυτα, δηλαδή ζουν προσκολλημένα σε άλλα φυτά και έχουν εναέριες ρίζες εκτεθειμένες στην υγρή ατμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ … Dictionary of Greek
λιμόδωρο — και λειμόδωρο, το βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limodorum < νεολατ. limodorum < λειμόδωρο (< λειμών + δώρο)] … Dictionary of Greek
λιστέρα — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες … Dictionary of Greek
λυκάστη — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες … Dictionary of Greek